Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΓΙΟΦΥΡΙ



 ( Ένας θρύλος των χρόνων της  σκλαβιάς )
           Γ.Θ. ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ

Ο ποταμός  Λάδωνας (Ροφιάς)  χωρίζει την επαρχία Γορτυνίας από την επαρχία Καλαβρύτων. Τα νερά του είναι ορμητικά και η κοίτη του αρκετά βαθειά.
Τις όχθες αυτού του ποταμού ένωνε, στα παλιά χρόνια, το γιοφύρι που για την ιστορία και το θρύλο του θα κάμουμε λόγο σ’ αυτό το σημείωμά μας..... 
Το γιοφύρι αυτό βρίσκονταν εκεί που καταλήγουν τα Δασκαλέϊκα ποτιστικά χωράφια και λέγονται Μερίδες και διασώθηκαν ως τα χρόνια μας τα δυο πόδια του, που σήμερα πλέον είναι θαμμένα κάτω από τα νερά της τεχνητής Λίμνης του Λάδωνα. Ήταν χτισμένο με πέτρες και με την περιβόητη λάσπη (κ ο ρ α σ ά ν ι).
 Το κορασάνι φτιαχνόταν από τριμμένο σε σκόνη κεραμίδι κι ασβέστι άσβεστο. Μέσα στη λάσπη του ανακάτεβαν λάδι και κορκούς αυγών.
Έτσι γινόταν μια ουσία που στην αντοχή ήταν ανώτερη από το τσιμέντο. Τα τρία τεράστια τόξα της καμάρας του ένωναν την πέρα μεριά, όπως συνηθίζουν να λένε τα Στρεζοβινά και Ποδογορινά χωράφια, με τη δώθε μεριά, τα Κερπινιώτικα χωράφια.
Στα χρόνια εκείνα, το γιοφύρι αυτό ήταν ένας σπουδαίος, ο μοναδικός ίσως κόμβος συγκοινωνιών που ένωνε την επαρχία Γορτυνίας με την επαρχία Καλαβρύτων.

Εκείνος που ήθελε να πάει από  την Αρκαδία στην Πάτρα ή στα Καλάβρυτα και το αντίθετον, έπρεπε απαραίτητα να περάσει πάνω σε τούτο το γεφύρι.
Το θρυλικό αυτό γεφύρι χτίστηκε στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από Αρκάδας εργάτες και μαστόρους.
Οι Τούρκοι αγάδες, θέλοντας να εξυπηρετήσουν τα στρατεύματα  της Τουρκικής κατοχής, υποχρέωσαν με τη βία τους σκλαβωμένους Αρκάδες, να χτίσουν αυτό το γιοφύρι που ο θρύλος του έφτασε από γενεά σε γενεά ως εμάς.
Πόσες και πόσες φάλαγγες Τούρκων πέρασαν πάνω από τούτο το γιοφύρι και σκόρπισαν τη δυστυχία και την ερήμωση στο σκλαβωμένο Μοριά.
Οι σκλαβωμένοι Έλληνες το βλέπαν σαν ανάθεμα και το καταριόσανται, ζητώντας πάντοτε την ευκαιρία, να το ξεθεμελιώσουν. Μα η ευκαιρία αυτή δεν τους δινότανε και το τρομερό γιοφύρι στεκόταν σαν ένας γιγάντιος βρικόλακας εκεί καταμεσής του κάμπου.
Βαριά και θλιμμένα περνούσαν τα χρόνια της σκληρής σκλαβιάς και το γιοφύρι- σκιάχτρο έσφαζε τις καρδιές των γύρω δουλευτάδων της γής.
Οι σκλαβωμένοι Αρκάδες και Καλαβρυτινοί, μπαϊλντισμένοι απ’ τον αβάσταχτο Τούρκικο ζυγό, ξεσηκώθηκαν κάποτε ενάντια στους απαίσιους καταχτητές ζητώντας  τη λευτεριά τους η το θάνατο.
Οι πρώτοι κλεφτοκαπεταναίοι είχαν κιόλας πιάσει καραούλια στα γύρω βουνά (Μαίναλο, Χελμό, Ώλενό, Ζήρεια, Πάρνωνα και Ταύγετο) και εξορμώντας από κεί σφυροκοπούσαν τις Τούρκικες ορδές με μοναδικά όπλα τις πέτρες, τα ξυνάρια, τα τσεκούρια και την άφταστη παληκαριά τους.
Ένα από τα φοβερά αυτά χτυπήματα των κλεφτοκαπεταναίων δόθηκε στο χωριό  Β ε σ ί ν ι των Καλαβρύτων, που ανάγκασε τους φοβερούς Τούρκους- Λαλαίους να υποχωρήσουν άταχτα προς τα όρια ης Αρκαδίας για να φτάσουν στην Ντροπολιτσά.
Καθώς περνούσαν το γιοφύρι τρέχοντας , για να γλυτώσουν τα κεφάλια τους, απ’ τους επαναστατημένους σκλάβους, πετούσαν στο ποτάμι ότι είχαν και δεν είχαν για να ξαλαφρώσουν και να μπορούν να τρέχουν πιο γρήγορα.
Μια Τουρκάλα μάνα δεν άντεξε να πετάξει το μωρό παιδί της στο ποτάμι και το κουβάλησε μαζί της. Καθώς όμως πήρε τον ανήφορο της Βαλάκας κουράστηκε πολύ κι αναγκάστηκε να τα’ αφήσει φασκιωμένο στα σπάργανα, πάνω σε μια πέτρα και να φύγει με την ψυχή στα δόντια από την κούραση.
Ο θρυλικός Κερπινιώτης Καραβασίλης, που έβοσκε τα γίδια του στης Βαλάκας το δάσος, άκουσε τα κλάματα του παιδιού και χωρίς να δειλιάσει ροβόλησε και πήρε στην αγκαλιά του το μωρό Τουρκόπουλο.
Ο μεγαλόψυχος αυτός τσοπάνος έφερε το παιδί στα γρέκια του, που βρίσκονταν στη θέση Μάντρα των Κάτω-Καλυβιών της Κερπινής και που τα ερείπιά τους σώζονται ακόμα  από κείνα τα χρόνια. Εκεί το περιποιήθηκε και το μεγάλωσε σαν δικό του. Το πότιζε ζεστό γάλα από τα μαστάρια των γιδιώντου και το ανάθρεψε στη στάνη του ώσπου γίνηκε σωστό παλληκάρι. Όταν το παιδί έφθασε σε ώριμη ηλικία, ο γέρο- Καραβασίλης του διηγήθηκε μια μέρα το περιστατικό της καταγωγής του. Του είπε ότι είναι Τουρκόπουλο και πως θα πρέπει να πάει στην πατρίδα του για να βρει τους δικούς του.
Του παιδιού τα μάτια στραφτοκόπησαν στο άκουσμα αυτό. Έσκυψε φίλησε το χέρι του ευεργέτη του και έφυγε για την Τουρκιά.  Εκεί εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά και με την εξυπνάδα του και την παλληκαριά του, γίνηκε αξιωματικός του τουρκικού στρατού.
Ύστερα από κάμποσα χρόνια τον στείλανε στην Στρέζοβα των Καλαβρύτων σαν διοικητή των τούρκικων αποσπασμάτων που βρίσκονταν εκεί.
Ο Τούρκος αγάς θυμήθηκε ον τόπο που μεγάλωσε και τον θετό πατέρα του τον Καραβασίλη που ζούσε στην πέρα μεριά του Λάδωνα.
Έστειλε ένα στρατιώτη του και κάλεσε το γέρο να παρουσιαστεί μπροστά του.
Ο γέρο –Καραβαίλης που δεν ήξερε τι τον θέλει  ο Τούρκος-αγάς σηκώθηκε αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τον θάνατο.
Πλύθηκε, στολίστηκε, φίλησε τους δικούς του, αποχαιρέτησε τα γρέκια του και τον τόπο που πέρασε όλη του τη ζωή και ακολούθησε τον τούρκο στρατιώτη.
Σε λίγο βρέθηκε μπροστά στον τρομερό αγά, κι ακλόνητος περίμενε την διαταγή του.
Ο Τούρκος αξιωματικός μόλις είδε τον γέρο, τον γνώρισε κι άρπαξε το κοκκαλιάρικο χέρι του και το καταφιλούσε  δακρυσμένος.
Ο γέρος ταράχτηκε με αυτό που είδαν τα μάτια του, αλλά δεν μίλησε. Ο αγάς τον έβαλε να καθήσει και του είπε πως είναι το Τουρκόπουλο που ανέθρεψε κάποτε σαν παιδί του.
Για το καλό που μου έκανες, του είπε, θέλω να σου κάμω μια χάρη.
Όποια μου ζητήσεις.
Ο γέρο-Καραβασίλης αρνήθηκε να δεχτεί από τον τούρκο χάρη.
Τότε ο αγάς του λέει:
Ανέβα πατέρα πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Δρακοβουνιού κι άφησε ελεύθερα τα μάτια σου να τηράξουν γύρω όσο μπορούν απέραντα. Θα σου χαρίσω όλο αυτόν  τον τόπο να γίνει δικό σου τσιφλίκι.
Δεν θέλω τίποτε του είπε ο γέρο Καραβασίλης. Μια κι επιμένεις όμως να μου κάμεις μια χάρη, ένα πράμα θα σου ζητήσω: Να γκρεμίσεις το γεφύρι του Ροφιά.
Ο Τούρκος αγάς δαγκώθηκε για μια στιγμή και προσπάθησε να μεταπήσει το γέρο να μη επιμείνει σ’ αυτό το ρουσφέτι. Μα εκείνος έμεινε  αμετάκλητος.
Ο αγάς που το είχε σε κακό να αθετήσει τον λόγο του, αναγκάστηκε να κάμει τη χάρη του γεροπατέρα του.

Διάταξε να περάσουν όλα τα στρατεύματα από την Γορτυνία στο Στρεζοβινό και γκρέμισε το γιοφύρι. Έτσι απαλάχτηκε για πολλά χρόνια η περιφέρεια του Καραβαίλη από τις λεηλασίες των τούρκικων στρατευμάτων και η τοποθεσία του κάμπου που ήταν χτισμένο το γιοφύρι, ονομάστηκε  «Κ ο μ μ έ ν ο   γ ι ο φ ύ ρ ι».
Οι απόγονοι του Καραβασίλη για ν’ αποφύγουν τις διώξεις των Τούρκων, αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν το επίθετό τους διατηρώντας πάντοτε το πρώτο μέρος του, Καρά= μαύρος.

Διατηρείται όμως ακόμα το όνομα της γειτονιάς του χωριού (Καραβασιλέϊκα) που είχαν τα σπίτια τους.
Για την Αντ/φή :ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

4 σχόλια :

  1. Ανώνυμος4/3/13 15:34

    βαγγελη εκαλιασε ωραια η εικονα φενεται και ο κουφιος..για δε γραφουτε σημερα τι παθατε?σκιαχτηκατε απο την τροικα?πρασινιζει το τρυφιλι του μητσιαρου...χψ,κουτουνι ειστε καλα μωρε?ευχαριστω βαγγελη με τιμησες που διχνεις και το κουφιο.....απο κουφιο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος4/3/13 19:01

    Απο την δική μας όχθη, απο τον δικό μας πύργο έναν χαιρετισμό προς τους ανθρώπους πέρα απο το κομένο γεφύρι, τους δικούς μας ανθρώπους του κάμπου, τους ποδογορινούς. Χαιρετισμούς στου Κόλια το βουνό στους Κοκκαλιαρίσιους Χρίστο, Ανάστο, Αγγελή.
    Για την δική μας τσιούπα την Κωστούλα
    απ τον Παλιόπυργο της λέμε να βγαίνει αγνάντιο να την βλέπουμε να την ακούμε και νάναι πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος4/3/13 20:56

    7.01 εσκισες.gerolykos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος5/3/13 18:21

    Στο εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου συμπατριώτη μας Χρήστου Κωνσταντινόπουλου ( Λώνη ) και στις σελίδες 131-132 έχει καταγραφεί μια σχτική παράδοση- θρύλος για το κομμένο γιοφύρι .Σε σύγκριση με αυτή που διέσωσε ο συγγραφέας Γ.Κ.Καραθεοδωρής και αντέγραψε ο φίλος Βαγγέλης με την παράδοση του Λώνη διαπιστώνει κανείς τα εξής. Υπάρχει σχεδόν ταύτιση του μύθου. Συνοπτικό το περιεχόμενο στου Λώνη πιο αναλυτικό- εκτεταμένο στο άλλο. Γενικά στους μύθους δεν υπάρχουν πηγές για να διασταυρωθούν και να επαληθευτούν.Συγχέεται στους μύθους γενικά η αλήθεια με το θρύλο, η παράδοση με την ιστορία. Μόνο οι γραπτές πηγές δεν αμφισβητούνται και εδώ φαίνεται πως δεν υπάρχουν.Εδώ μόνο υπάρχει ο θρύλος και τα δυο πόδια του γεφυριού στις δυο πλευρές της όχθης του ποταμού Λάδωνα.Τα σημερινά απομεινάρια λοιπόν του γεφυριού δικαιολογούν την υπάρξή του παλαιότερα. Φαίνεται πως υπήρχε γεφύρι στην περιοχή αυτή προκειμένου να εξυπηρετούνται κάτοικοι ,ζώα ,εμπορεύματα αλλά και τα στρατεύματα των καταχτητών Τούρκων.Μονότοξο, δίτοξο τις οίδε;Η χρήση του ήταν τοπικής σημασίας ,αφού δεν μνημονεύεται σε καμιά γραπτή επίσημη πηγή ή χρονικό κ.λ.π. Νομίζω πως δεν είχε ποτέ τη λάμψη και το μεγαλείο του γεφυριού της Κυράς και της μεγάλης στρατηγικής του σημασίας για την ερύτερη περιοχή . Αυτό ήταν ως γνωστό έργο της εποχής της Φραγκοκρατίας,όταν το γενικό πρόσταγμα στη Βαρωνία της Άκοβας είχαν δυο γυναίκες με το όνομα Μαργαρίτες , η Μαργαρίτα του Πασαβά και η Μαργαρίτα του Βιλεαρδουίνου. Μου άρεσε η δομή μύθου και συγχαρητήρια στο Βαγγέλη που τον ανάρτησε στο ιστολόγιό μας.
    marpolix

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.