Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί

Ηταν ένα μικρό καράβι που ήταν πολυταξιδεμένο.
Αιώνες κι αιώνες ταξίδευε μέσα εις τη Μεσόγειο. Ήταν γερό σκαρί και όμορφο.

Είχε πελασγικά μάρμαρα και μινωικές ζωγραφιές. Τις αλυσίδες τις είχαν σφυρηλατήσει Αχαιοί και τα πανιά ήταν φτιαγμένα από φιλοσοφικούς χιτώνες. Σημαία είχε βυζαντινή, μ’ έναν δικέφαλο αετό. Στην πρύμνη μια γοργόνα-Παναγιά με φουστανέλα, σμιλεμένη από τον Χαλεπά και ζωγραφισμένη από τον Θεόφιλο.


Αλλά στο τελευταίο του ταξίδι είχε χαθεί και χρόνια πολλά γύρευε να βρει την Ιθάκη –ή κάποιο άλλο λιμάνι. Στα κουπιά είχε κάποτε γερούς κωπηλάτες, μα εξαθλιωμένους πια και με ραγισμένο -απ’ την αλμύρα και τον ήλιο- δέρμα.

Παλιότερα οι κωπηλάτες έλεγαν και κάνα τραγούδι εκεί πάνω στο μόχθο, αλλά με τα χρόνια και την απογοήτευση της μάταιης αναζήτησης είχαν γίνει σκυθρωποί και μοχθηροί.

Πίσω, στο τιμόνι, κάθονταν οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί κι οι ορντινάτσες τους. Αυτοί καλοπερνούσαν κι έτρωγαν και πίναν’ και λογαριασμό δε δίναν’, αφού είχαν φροντίσει να ‘χουν γεμάτες τις καμπίνες τους -με κλοπιμαία.

Αλλά το τιμόνι κανείς τους δεν το ‘πιανε, έτσι το καράβι παράδερνε στα κύματα και στις θάλασσες, χωρίς να φαίνεται πουθενά η Ιθάκη. Και σε πεντέξι δεκαετίες σωθήκαν όλες οι τροφές, οε οε, οε, ο ε.
Σωθήκαν οι τροφές που ήταν για τους κωπηλάτες, γιατί οι καπεταναίοι, οι αξιωματούχοι κι οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.

Ξενηστικωμένοι κι άθλιοι οι κωπηλάτες –όσοι δε χάθηκαν απ’ το σκορβούτο- άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους και να ρίχνουν κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Οι κωπηλάτες της δεξιάς πτέρυγας κατηγορούσαν εκείνους της αριστερής, κι εκείνοι -με τη σειρά τους- τους ανταπέδιδαν τα ίσα.

Κάθε τόσο κάποιος σηκωνόταν, κοιτούσε πίσω στο τιμόνι και φώναζε:
«Μα δείτε! Εκείνοι τρώνε, πίνουν και λογαριασμό δε δίνουν.»

Κι όλοι συμφωνούσαν, αλλά κανείς δεν πήγαινε να πιάσει το τιμόνι και να ρίξει τους καπεταναίους στη θάλασσα, μόνο έβριζαν μέσα από τα δόντια τους, μούτζωναν και συνέχιζαν να τραβάνε κουπί.

Κάποια στιγμή ένας της δεξιάς πτέρυγας κατέβηκε στο αμπάρι να ψάξει ξανά για τρόφιμα και εκεί βρήκε έναν λαθρεπιβάτη. Τον ανέβασε στο κατάστρωμα τραβώντας ‘τον από τις αλυσίδες που είχε στο λαιμό.

«Ορίστε!» φώναξε. «Αυτός μας έφαγε τις προμήθειες και μείναμε νηστικοί. Το καράβι μας δεν έχει φαγητό ούτε για εμάς, λαθρεπιβάτες θα ταΐζουμε; Να τον ρίξουμε στους καρχαρίες να σωθούμε.»

Τότε οι πιο πολλοί κωπηλάτες άρχισαν να φωνάζουν:
«Θάνατος στον λαθρεπιβάτη! Για να σωθούμε!»

Κι οι καπεταναίοι, με τις γεμάτες τους κοιλιές και τα λιγδωμένα τους μουστάκια, φώναζαν κι εκείνοι:
«Θάνατος στον λαθρεπιβάτη! Για να σωθείτε!»

Ο λαθρεπιβάτης, με τις αλυσίδες στο λαιμό, πάλευε να ξεφύγει, βαρώντας όποιον έβρισκε μπροστά του.

Τότε σηκώθηκε ένας άλλος κωπηλάτης και είπε:
«Μα καλά, δε θυμάστε; Δεν είναι λαθρεπιβάτης, δούλος είναι. Τον έφεραν οι καπεταναίοι για να σφουγγαρίζει, να κάνει ματσακόνι και να βάφει. Να κάνει όλες τις δουλειές που δε θέλαμε να κάνουμε εμείς. Δε θυμάστε που τον ταΐζαμε ξεροκόμματα όλ’ αυτά τα χρόνια;»

Αλλά, μες στο θυμό και στην απόγνωση, οι κωπηλάτες δεν ήθελαν να ακούσουν, δεν ήθελαν να θυμούνται, δεν ήθελαν να ξέρουν. Έπιασαν τον λαθρεπιβάτη και τον πέταξαν στη θάλασσα, μέσα εις τη , τη, τη Μεσόγειο, μέσα εις τη, τη, τη Μεσόγειο, οε οε, οε, ο, ε.

Πανηγυρίζανε όσο τον έβλεπαν να βουλιάζει, αλλά μετά από λίγο, όταν έσβησε η έξαψη της ανθρωποθυσίας, μια μάνα είδε το παιδί της με τουμπανιασμένη την κοιλιά απ’ την πείνα και ρώτησε, μονολόγησε μάλλον:
«Και τώρα; Τώρα τι κάνουμε; Ξεφορτωθήκαμε τον λαθρεπιβάτη, αλλά πάλι φαΐ δεν έχουμε.»

Κάποιοι κωπηλάτες αποφάσισαν να φύγουν και κολυμπώντας έφτασαν σ’ άλλα καράβια που έπλεαν εκεί κοντά. Αλλά σε ‘κεινα τα καράβια τους πέταξαν στ’ αμπάρια και τους είχαν για δούλους, υποψήφιους για την επόμενη ανθρωποθυσία, όταν το δικό τους καράβι θα κινδύνευε.

Κι οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί κι οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.

Κι οι κωπηλάτες συνέχιζαν να κωπηλατούν και να πεθαίνουν πάνω στα κουπιά, βρίζοντας μέσα από τα δόντια τους.

Και το καράβι των τρελών συνέχιζε ακυβέρνητο, χωρίς πουθενά να φαίνεται στεριά, χωρίς πουθενά να φαίνεται κάποια Ιθάκη.

2 σχόλια :

  1. Ανώνυμος28/1/18 22:29

    Σοκ στο Πόρτο Ράφτη: Αυτοκτόνησε πατέρας τριών παιδιών πέφτοντας στο κενό
    28/01/2018

    Πέφτοντας στο κενό έβαλε τέλος στη ζωή του ένας 54χρονος άνδρας, εξαιτίας των προβλημάτων που συσσώρευσε στον ίδιο και την οικογένειά του το μεγάλο διάστημα στο οποίο ήταν άνεργος.

    Ο αυτόχειρας ήταν παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών και μετά το απονενοημένο διάβημα, το απόγευμα του Σαββάτου, μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας Μαρκοπούλου όπου απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

    Σύμφωνα με πληροφορίες του notioanatolika.gr, για το τραγικό περιστατικό ενημερώθηκε και ο δήμαρχος Μαρκοπούλου, Σωτήρης Μεθενίτης ο οποίος σε πλήρη συμφωνία με τα υπόλοιπα μέλη της δημοτικής αρχής θα διευκολύνει την ταφή του άτυχου οικογενειάρχη στο Κοιμητήριο Μαρκοπούλου χωρίς να χρειαστεί να καταβληθεί το απαιτούμενο ποσό αφού η οικογένεια έχει σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα.
    Κάντε share!

    Share via FacebookShare via TwitterShare via GoogleShare via Email

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος29/1/18 20:12

    Στο χωριό πότε θα γίνει το συλλαλητήριο για να κατέβω?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.